
Song
The Pasadenas
Moving In The Right Direction

0
Play
Lyrics
Uploaded by
Και στις έξι το πρωί χτύπησε η πόρτα, μπήκανε απ' την ασφάλεια.
Λέει, κύριε Ρίτσο, ελάτε στο τμήμα.
Πολλοί μας πήγαν στον υπόδρομο κάτω, σε μια ατμόσφαιρα ασφυκτική,
στο κτίριο, κάθε δέκα λεπτά έρχονταν, για έπιαναν κάποιον,
τον χτυπούσαν και τον γύριζαν με λανό, τον απειλούσαν.
Ήταν τρομερές εκείνες οι συνθήκες.
Και δεν ξέραμε για πού μας προορίζουν,
αν θα μας εκτελέσουν, αν θα μας πάνε, σε ποιο μέρος, δεν ξέραμε.
Και ξαφνικά μια νύχτα, στις δύο η ώρα,
έρχονταν τα μεγάλα φορτηγάκια, μας φορτώσαν,
και μας έστειλαν στη Γιάρο.
Προς το Σάββατο.
Ακούστηκε βαθιά φωνή, στη βαθύτερη νύχτα.
Ύστερα πέρασαν τελικά.
Ήστερα ξημέρωσε.
Ύστερα ακούστηκε ξανά η φωνή, πιο κοντινή, πιο μέσα.
Ο τείχος ήταν άσπρος.
Το ψωμί κόκκινο.
Η σκάλα στεκόταν κάθετη, σχεδόν στο παλιό φανοστάτη.
Η γριά μάζευε στη χαρτοσακούλα, μία-μία, τις μαύρες πέτρες.
Τμήμα με τα όγκο.
Ο γόν πυραιός.
Μισή κουβέρτα κάτω, μισή επάνω.
Πυρετός.
Τσιμέντο.
Η γρασία.
Τα υδρωμένα μαλλιά.
Οι επιγραφές τους τείχους, χαραγμένες με τον ήχη.
Ονόματα, χρονολογίες, μικρές υποθήκες.
Εκείνος ο ίδιος εφιάλτης, με το ίδιο κλευτοφάναλο,
με το ίδιο κλευτοφάναλο,
πες, απόψε, απόψε, το χάραμα, αύριο.
Ποιος θα μείνει να μας μνημονέψει,
σαν θα ακουστεί το κλειδί στην κλειδαριά
και η μεγάλη αλυσίδα θα σέρνεται στο απέραντο άσπρο,
όπου, σε ένα σημείο, προς το πλάι,
καπνίζει ακόμη μόνο του το τελευταίο μας πεταμένο τσιγάρο.
Τα στοιχειώδη.
Αδέξια, με χοντρή βελώνα, με χοντρή κλωστή,
ράβει τα κομπιά του σακακιού του.
Μιλάει μονάχος.
Έφαγες το ψωμί σου.
Κοιμήθηκες ήσυχα.
Μπόρεσες να μιλήσεις, να απλώσεις το χέρι σου.
Θυμήθηκες να κοιτάξεις απ' το παράθυρο.
Χαμογέλασες στο χτίο σου.
Το τίπημα της πόρτας.
Αν είναι ο θάνατος πάντοτε, δεύτερος είναι.
Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη.
Λοιπόν στο λέω.
Ο κόσμος είναι πιο πλούσιος απ' τους εκβεταλευτές του.
Πιο πλούσιος απ' τους απελπισμένους του,
και μαζί τους
λοιπόν
η ζωή δεν είναι απάτη
λοιπόν
δεν είναι μόνο
ο θάνατος
δώσε και πάρε τη λέξη
δώσε και πάρε
την πράξη
θα πάρουμε το μερτικό μας και το δίκιο μας
με λόγο και με πράξη
υπάρχει το υπάρχω
υπάρχει συνέχεια
στα χαρτιά τζάμια των καταστημάτων
είδα τα αγάλματα
ολάκαιρη στρατιά
κατέβαιναν στην διαδήλωση
είδα μαζί και τους άλλους
που δεν ήταν αγάλματα
κρατούσαν μεγάλα πλακάτ με συνθήματα
σωμί
ελευθερία
έρωτας
κρατούσαν σημαίες
και μικρότερα αγάλματα
φαινόταν καθαρτισμένοι
πάνω στις βιτρίνες
η λευκή παρέλαση
και μέσα
στις βιτρίνες
τα κόκκινα μαγιώτα
ψαροντουφεκά
οι γυάλινες μάσικες
τα γαλάζια βαθρακοπέδιλα
ήταν ωραία αυτή η αντιστοιχεία
ήταν ωραίο που την προσέξαμε
γεννόταν το νερό
κυλούσε
μεγάλωνε η ρευστότητα
επιταχυνόταν
κι άξαφνα
η πρώτη ντουφεκιά
η αντίστροφη
η δεύτερη
η τρίτη
δεν στάθηκαν
συνέχεια
πορεία
είναι κρύτα παιδιά
ξεχθένιστες γυναίκες
οι δασίτριχοι άντρες
ακούστηκαν
που φώναζαν
τι κόσμος
θεέ μου
τι απέραντος ο κόσμος
κι ο ένας σήκωσε ψηλά
τον βιοή
κι ο δεύτερος τάδιο κλουβίνα το φιλτζάνι
τις φέργες και τις δυο ντούφες
βαμπάκι
κι ο τρίτος σήκωσε με τόνα του χέρι
απ' τόνα πότη την καρέκλα
επάνω στην καρέκλα ήταν ένα τεράστιο γάνθη
ποιημακίας
κρατώντας τα ίδια τρία λουλούδια
και τότε
τρέχοντας εγώ φώναξα
ΚΡΑΚΑΝΤΑ
και άλλοι κατάλαβαν αμέσως και φώναξαν
ΚΡΑΚΑΝΤΑ
και αντίλαγε από τους λόγους απέναντι
καθώς ανεβαίναμε φώναξαν
ΚΡΑΚΑΝΤΑ
και ΚΑΚΑΝΤΑ
και ΚΡΑΚΑΝΤΑ
και ΚΡΑΚΑΝΤΑ
ΚΡΑΚΑΝΤΑ
και ήταν αλήθεια
ΚΡΑΚΑΝΤΑ
Λέει, κύριε Ρίτσο, ελάτε στο τμήμα.
Πολλοί μας πήγαν στον υπόδρομο κάτω, σε μια ατμόσφαιρα ασφυκτική,
στο κτίριο, κάθε δέκα λεπτά έρχονταν, για έπιαναν κάποιον,
τον χτυπούσαν και τον γύριζαν με λανό, τον απειλούσαν.
Ήταν τρομερές εκείνες οι συνθήκες.
Και δεν ξέραμε για πού μας προορίζουν,
αν θα μας εκτελέσουν, αν θα μας πάνε, σε ποιο μέρος, δεν ξέραμε.
Και ξαφνικά μια νύχτα, στις δύο η ώρα,
έρχονταν τα μεγάλα φορτηγάκια, μας φορτώσαν,
και μας έστειλαν στη Γιάρο.
Προς το Σάββατο.
Ακούστηκε βαθιά φωνή, στη βαθύτερη νύχτα.
Ύστερα πέρασαν τελικά.
Ήστερα ξημέρωσε.
Ύστερα ακούστηκε ξανά η φωνή, πιο κοντινή, πιο μέσα.
Ο τείχος ήταν άσπρος.
Το ψωμί κόκκινο.
Η σκάλα στεκόταν κάθετη, σχεδόν στο παλιό φανοστάτη.
Η γριά μάζευε στη χαρτοσακούλα, μία-μία, τις μαύρες πέτρες.
Τμήμα με τα όγκο.
Ο γόν πυραιός.
Μισή κουβέρτα κάτω, μισή επάνω.
Πυρετός.
Τσιμέντο.
Η γρασία.
Τα υδρωμένα μαλλιά.
Οι επιγραφές τους τείχους, χαραγμένες με τον ήχη.
Ονόματα, χρονολογίες, μικρές υποθήκες.
Εκείνος ο ίδιος εφιάλτης, με το ίδιο κλευτοφάναλο,
με το ίδιο κλευτοφάναλο,
πες, απόψε, απόψε, το χάραμα, αύριο.
Ποιος θα μείνει να μας μνημονέψει,
σαν θα ακουστεί το κλειδί στην κλειδαριά
και η μεγάλη αλυσίδα θα σέρνεται στο απέραντο άσπρο,
όπου, σε ένα σημείο, προς το πλάι,
καπνίζει ακόμη μόνο του το τελευταίο μας πεταμένο τσιγάρο.
Τα στοιχειώδη.
Αδέξια, με χοντρή βελώνα, με χοντρή κλωστή,
ράβει τα κομπιά του σακακιού του.
Μιλάει μονάχος.
Έφαγες το ψωμί σου.
Κοιμήθηκες ήσυχα.
Μπόρεσες να μιλήσεις, να απλώσεις το χέρι σου.
Θυμήθηκες να κοιτάξεις απ' το παράθυρο.
Χαμογέλασες στο χτίο σου.
Το τίπημα της πόρτας.
Αν είναι ο θάνατος πάντοτε, δεύτερος είναι.
Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη.
Λοιπόν στο λέω.
Ο κόσμος είναι πιο πλούσιος απ' τους εκβεταλευτές του.
Πιο πλούσιος απ' τους απελπισμένους του,
και μαζί τους
λοιπόν
η ζωή δεν είναι απάτη
λοιπόν
δεν είναι μόνο
ο θάνατος
δώσε και πάρε τη λέξη
δώσε και πάρε
την πράξη
θα πάρουμε το μερτικό μας και το δίκιο μας
με λόγο και με πράξη
υπάρχει το υπάρχω
υπάρχει συνέχεια
στα χαρτιά τζάμια των καταστημάτων
είδα τα αγάλματα
ολάκαιρη στρατιά
κατέβαιναν στην διαδήλωση
είδα μαζί και τους άλλους
που δεν ήταν αγάλματα
κρατούσαν μεγάλα πλακάτ με συνθήματα
σωμί
ελευθερία
έρωτας
κρατούσαν σημαίες
και μικρότερα αγάλματα
φαινόταν καθαρτισμένοι
πάνω στις βιτρίνες
η λευκή παρέλαση
και μέσα
στις βιτρίνες
τα κόκκινα μαγιώτα
ψαροντουφεκά
οι γυάλινες μάσικες
τα γαλάζια βαθρακοπέδιλα
ήταν ωραία αυτή η αντιστοιχεία
ήταν ωραίο που την προσέξαμε
γεννόταν το νερό
κυλούσε
μεγάλωνε η ρευστότητα
επιταχυνόταν
κι άξαφνα
η πρώτη ντουφεκιά
η αντίστροφη
η δεύτερη
η τρίτη
δεν στάθηκαν
συνέχεια
πορεία
είναι κρύτα παιδιά
ξεχθένιστες γυναίκες
οι δασίτριχοι άντρες
ακούστηκαν
που φώναζαν
τι κόσμος
θεέ μου
τι απέραντος ο κόσμος
κι ο ένας σήκωσε ψηλά
τον βιοή
κι ο δεύτερος τάδιο κλουβίνα το φιλτζάνι
τις φέργες και τις δυο ντούφες
βαμπάκι
κι ο τρίτος σήκωσε με τόνα του χέρι
απ' τόνα πότη την καρέκλα
επάνω στην καρέκλα ήταν ένα τεράστιο γάνθη
ποιημακίας
κρατώντας τα ίδια τρία λουλούδια
και τότε
τρέχοντας εγώ φώναξα
ΚΡΑΚΑΝΤΑ
και άλλοι κατάλαβαν αμέσως και φώναξαν
ΚΡΑΚΑΝΤΑ
και αντίλαγε από τους λόγους απέναντι
καθώς ανεβαίναμε φώναξαν
ΚΡΑΚΑΝΤΑ
και ΚΑΚΑΝΤΑ
και ΚΡΑΚΑΝΤΑ
και ΚΡΑΚΑΝΤΑ
ΚΡΑΚΑΝΤΑ
και ήταν αλήθεια
ΚΡΑΚΑΝΤΑ
Show more
Artist

The Pasadenas0 followers
Follow
Popular songs by The Pasadenas

I'M Doing Fine Now

03:31

Tribute / Riding On A Train
05:04

The Base Is Slipping

06:17

I Believe In Miracles (Surprise Mix)

04:32

I Believe In Miracles (One World 12")

05:58

I Believe In Miracles

03:40

Riding On a Train
05:23

Enchanted Lady (A Capella Version)
03:44

I'm Doing Fine Now (Silky Soul Mix)
04:00

Reeling
07:36
Popular Albums by The Pasadenas

The Pasadenas: Definitive Collection (Bonus Tracks Version)
The Pasadenas

I Believe In Miracles
The Pasadenas